υπάλλαγμα

υπάλλαγμα
-άγματος, τὸ, Α [ὑπαλλάσσω]
1. καθετί που χρησιμεύει για ανταλλαγή («νόμισμα ὑπάλλαγμα τῆς χρείας», Αριστοτ.)
2. υποκατάστατο
3. υποθηκευμένη περιουσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπάλλαγμα — that which is exchanged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”